- παιδομανής
- παιδομανήςmad after boysmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδομανής — παιδομανής, ές (Α) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά μανιωδώς 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παιδομανής ο παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναικο μανής] … Dictionary of Greek
παιδομανεῖ — παιδομανής mad after boys masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παιδομανής mad after boys masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδομανῶν — παιδομανής mad after boys masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
παιδομανία — παιδομανία, ἡ (Α) [παιδομανής] μανιώδης αγάπη για τα παιδιά … Dictionary of Greek
παιδομανώ — παιδομανῶ, έω (Μ) [παιδομανής] αγαπώ τα παιδιά μανιωδώς … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
ՄԱՆԿԱՄՈԼ — (ի, ից.) NBH 2 0205 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. παιδομανής qui puerorum improbo amore insanit. Մոլեալ տռփանօք ʼի մանկունս. մանկատռիփ. արուամոլ. *Էր կարծիս առ աթենացիսն, եթէ մանկամոլ էր սոկրատէս՝ վասն ընտրելոյ զգեղեցկակերպսն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)